επταπλάσια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επταπλάσια < επταπλάσιος

Επίρρημα

επταπλάσια

  • επτά φορές περισσότερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επταπλάσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του επταπλάσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επταπλάσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.