επιχορηγούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιχορηγούμαι | επιχορηγούμουν | θα επιχορηγούμαι | να επιχορηγούμαι | ||
| β' ενικ. | επιχορηγείσαι | επιχορηγούσουν | θα επιχορηγείσαι | να επιχορηγείσαι | ||
| γ' ενικ. | επιχορηγείται | επιχορηγούνταν | θα επιχορηγείται | να επιχορηγείται | ||
| α' πληθ. | επιχορηγούμαστε | επιχορηγούμασταν επιχορηγούμαστε |
θα επιχορηγούμαστε | να επιχορηγούμαστε | ||
| β' πληθ. | επιχορηγείστε | επιχορηγούσασταν επιχορηγούσαστε |
θα επιχορηγείστε | να επιχορηγείστε | επιχορηγείστε | |
| γ' πληθ. | επιχορηγούνται | επιχορηγούνταν | θα επιχορηγούνται | να επιχορηγούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιχορηγήθηκα | θα επιχορηγηθώ | να επιχορηγηθώ | επιχορηγηθεί | ||
| β' ενικ. | επιχορηγήθηκες | θα επιχορηγηθείς | να επιχορηγηθείς | επιχορηγήσου | ||
| γ' ενικ. | επιχορηγήθηκε | θα επιχορηγηθεί | να επιχορηγηθεί | |||
| α' πληθ. | επιχορηγηθήκαμε | θα επιχορηγηθούμε | να επιχορηγηθούμε | |||
| β' πληθ. | επιχορηγηθήκατε | θα επιχορηγηθείτε | να επιχορηγηθείτε | επιχορηγηθείτε | ||
| γ' πληθ. | επιχορηγήθηκαν επιχορηγηθήκαν(ε) |
θα επιχορηγηθούν(ε) | να επιχορηγηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επιχορηγηθεί | είχα επιχορηγηθεί | θα έχω επιχορηγηθεί | να έχω επιχορηγηθεί | επιχορηγημένος | |
| β' ενικ. | έχεις επιχορηγηθεί | είχες επιχορηγηθεί | θα έχεις επιχορηγηθεί | να έχεις επιχορηγηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επιχορηγηθεί | είχε επιχορηγηθεί | θα έχει επιχορηγηθεί | να έχει επιχορηγηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιχορηγηθεί | είχαμε επιχορηγηθεί | θα έχουμε επιχορηγηθεί | να έχουμε επιχορηγηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επιχορηγηθεί | είχατε επιχορηγηθεί | θα έχετε επιχορηγηθεί | να έχετε επιχορηγηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιχορηγηθεί | είχαν επιχορηγηθεί | θα έχουν επιχορηγηθεί | να έχουν επιχορηγηθεί | ||
Μεταφράσεις
επιχορηγούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.