επιτηρούμε

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.tiˈɾu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιτηρούμε
ομόηχο: επιτηρούμαι

Ρηματικός τύπος

επιτηρούμε

  • α' πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επιτηρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.