επιταχυντές

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

επιταχυντές

  1. επιταχυντής, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. επιταχυντής, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. επιταχυντής, στην κλητική του πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.