επισωρεύω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
επισωρεύω
<
ελληνιστική κοινή
ἐπισωρεύω
Ρήμα
επισωρεύω
(
λόγιο
)
συσσωρεύω
κάτι δίχως
τάξη
επάνω
σε κάτι άλλο
Συγγενικά
επισώρευση
Μεταφράσεις
επισωρεύω
γαλλικά
:
entasser
(fr)
,
accumuler
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.