επισυνάψεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επισυνάψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισυνάπτω
- θα επισυνάψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισυνάπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επισυνάψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επισύναψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.