επικρέμαμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικρέμαμαι < αρχαία ελληνική ἐπικρέμαμαι
Συγγενικά
- επικρεμάμενος
- επικρέμαται
- → δείτε τις λέξεις επί και κρεμώ
Μεταφράσεις
επικρέμαμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.