επικερδών
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ceɾˈðon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κερ‐δών
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επικερδών
- γενική πληθυντικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του επικερδής
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (επικερδές) του επικερδής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.