επικασσιτερώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επικασσιτερώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικασσιτερώνω
- θα επικασσιτερώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικασσιτερώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επικασσιτερώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επικασσιτέρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.