επηρεάζομε
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ɾeˈa.zo.me/
- ομόηχο: επηρεάζομαι
Ρηματικός τύπος
επηρεάζομε
- λόγια μορφή του επηρεάζουμε, πρώτο πρόσωπο ενικού της οριστικής ενεστώτα του ρήματος επηρεάζω
- ἐπηρεάζομεν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.