επειγόντως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επειγόντως < επείγων

Επίρρημα

επειγόντως

  • αμέσως και πολύ γρήγορα
    ο ασθενής πρέπει ναμεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.