επείγον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επείγον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα επείγων, του ρήματος επείγω

Ουσιαστικό

επείγον ουδέτερο

μου φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεσαι το επείγον του πράγματος

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επείγον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.