επείγον
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
επείγον ουδέτερο
- η ιδιότητα του επείγοντος
- μου φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεσαι το επείγον του πράγματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.