επαργυρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επαργυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαργυρώνω
  2. θα επαργυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαργυρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επαργυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επαργύρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.