επαναταξινομώ
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επαναταξινομώ | επαναταξινομούσα | θα επαναταξινομώ | να επαναταξινομώ | επαναταξινομώντας | |
| β' ενικ. | επαναταξινομείς | επαναταξινομούσες | θα επαναταξινομείς | να επαναταξινομείς | (επαναταξινόμει) | |
| γ' ενικ. | επαναταξινομεί | επαναταξινομούσε | θα επαναταξινομεί | να επαναταξινομεί | ||
| α' πληθ. | επαναταξινομούμε | επαναταξινομούσαμε | θα επαναταξινομούμε | να επαναταξινομούμε | ||
| β' πληθ. | επαναταξινομείτε | επαναταξινομούσατε | θα επαναταξινομείτε | να επαναταξινομείτε | επαναταξινομείτε | |
| γ' πληθ. | επαναταξινομούν(ε) | επαναταξινομούσαν(ε) | θα επαναταξινομούν(ε) | να επαναταξινομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επαναταξινόμησα | θα επαναταξινομήσω | να επαναταξινομήσω | επαναταξινομήσει | ||
| β' ενικ. | επαναταξινόμησες | θα επαναταξινομήσεις | να επαναταξινομήσεις | επαναταξινόμησε | ||
| γ' ενικ. | επαναταξινόμησε | θα επαναταξινομήσει | να επαναταξινομήσει | |||
| α' πληθ. | επαναταξινομήσαμε | θα επαναταξινομήσουμε | να επαναταξινομήσουμε | |||
| β' πληθ. | επαναταξινομήσατε | θα επαναταξινομήσετε | να επαναταξινομήσετε | επαναταξινομήστε | ||
| γ' πληθ. | επαναταξινόμησαν επαναταξινομήσαν(ε) |
θα επαναταξινομήσουν(ε) | να επαναταξινομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επαναταξινομήσει | είχα επαναταξινομήσει | θα έχω επαναταξινομήσει | να έχω επαναταξινομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επαναταξινομήσει | είχες επαναταξινομήσει | θα έχεις επαναταξινομήσει | να έχεις επαναταξινομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επαναταξινομήσει | είχε επαναταξινομήσει | θα έχει επαναταξινομήσει | να έχει επαναταξινομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επαναταξινομήσει | είχαμε επαναταξινομήσει | θα έχουμε επαναταξινομήσει | να έχουμε επαναταξινομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επαναταξινομήσει | είχατε επαναταξινομήσει | θα έχετε επαναταξινομήσει | να έχετε επαναταξινομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επαναταξινομήσει | είχαν επαναταξινομήσει | θα έχουν επαναταξινομήσει | να έχουν επαναταξινομήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.