επαναπατρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επαναπατρίζω | επαναπάτριζα | θα επαναπατρίζω | να επαναπατρίζω | επαναπατρίζοντας | |
| β' ενικ. | επαναπατρίζεις | επαναπάτριζες | θα επαναπατρίζεις | να επαναπατρίζεις | επαναπάτριζε | |
| γ' ενικ. | επαναπατρίζει | επαναπάτριζε | θα επαναπατρίζει | να επαναπατρίζει | ||
| α' πληθ. | επαναπατρίζουμε | επαναπατρίζαμε | θα επαναπατρίζουμε | να επαναπατρίζουμε | ||
| β' πληθ. | επαναπατρίζετε | επαναπατρίζατε | θα επαναπατρίζετε | να επαναπατρίζετε | επαναπατρίζετε | |
| γ' πληθ. | επαναπατρίζουν(ε) | επαναπάτριζαν επαναπατρίζαν(ε) |
θα επαναπατρίζουν(ε) | να επαναπατρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επαναπάτρισα | θα επαναπατρίσω | να επαναπατρίσω | επαναπατρίσει | ||
| β' ενικ. | επαναπάτρισες | θα επαναπατρίσεις | να επαναπατρίσεις | επαναπάτρισε | ||
| γ' ενικ. | επαναπάτρισε | θα επαναπατρίσει | να επαναπατρίσει | |||
| α' πληθ. | επαναπατρίσαμε | θα επαναπατρίσουμε | να επαναπατρίσουμε | |||
| β' πληθ. | επαναπατρίσατε | θα επαναπατρίσετε | να επαναπατρίσετε | επαναπατρίστε | ||
| γ' πληθ. | επαναπάτρισαν επαναπατρίσαν(ε) |
θα επαναπατρίσουν(ε) | να επαναπατρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επαναπατρίσει | είχα επαναπατρίσει | θα έχω επαναπατρίσει | να έχω επαναπατρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επαναπατρίσει | είχες επαναπατρίσει | θα έχεις επαναπατρίσει | να έχεις επαναπατρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επαναπατρίσει | είχε επαναπατρίσει | θα έχει επαναπατρίσει | να έχει επαναπατρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επαναπατρίσει | είχαμε επαναπατρίσει | θα έχουμε επαναπατρίσει | να έχουμε επαναπατρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επαναπατρίσει | είχατε επαναπατρίσει | θα έχετε επαναπατρίσει | να έχετε επαναπατρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επαναπατρίσει | είχαν επαναπατρίσει | θα έχουν επαναπατρίσει | να έχουν επαναπατρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.