επαληθεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επαληθεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος επαληθεύω

Ρήμα

επαληθεύομαι

  • αποδεικνύομαι αληθινός· κάτι εξακριβώνεται ότι ισχύει, ότι είναι σωστό
    Η άθροιση δεν επαληθεύτηκε

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.