επακουμβώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επακουμβώ < μεσαιωνική ελληνική επακουμβίζω / επακουμπίζω < επί + ακουμβίζω / ακουμπίζω < ελληνιστική κοινή ἀκουμβίζω < λατινική accumbo < accubo < ad + cubo < πρωτοϊταλική *kubāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewb-

Ρήμα

επακουμβώ

  • (λόγιο) ακουμπώ κάτι χωρίς μεγάλες απώλειες ή ζημιές
    Αναλυτικά στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι το τουρκικό πλοίο «προσέγγισε και επακούμβησε με την κανονιοφόρο "Αρματωλός", στη θαλάσσια περιοχή νοτιοανατολικά ν. Μυτιλήνης, εντός Εθνικής Χωρικής Θάλασσας, παραβιάζοντας το Διεθνή Κανονισμό Αποφυγής Σύγκρουσης στη Θάλασσα (ΔΚΑΣ).» (*)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.