επί ματαίω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επί ματαίω < ἐπὶ ματαίῳ < ἐπί & ματαίῳ δοτική ενικού ουδετέρου του μάταιος. ελληνιστική κοινή : στη βιβλική εντολή «οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Έξοδος, 20.7) (με την έννοια "χωρίς σεβασμό")

Έκφραση

επί ματαίω

  • μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς επιτυχία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.