επίρριψη

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επίρριψη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επίρριψη θηλυκό

  • (λόγιο) καταλογισμός ευθύνης, απόδοση ευθύνης
    Γκρίνια και επίρριψη ευθυνών στο εσωτερικό της ομάδας μπάσκετ επικράτησε μετά τη βαριά ήττα από μία υποδεέστερης αξίας ομάδα.

Πολυλεκτικοί όροι

  • επίρριψη ευθυνών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.