εξόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξόν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐξόν (που επιτρέπεται, που είναι δυνατόν), η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική [1]

Επίρρημα

εξόν

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.