εξωτσακωνικών
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kso.t͡sa.ko.niˈkon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐τσα‐κω‐νι‐κών
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εξωτσακωνικών
- γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του εξωτσακωνικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.