εξωτερικεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξωτερικεύομαι | εξωτερικευόμουν(α) | θα εξωτερικεύομαι | να εξωτερικεύομαι | ||
| β' ενικ. | εξωτερικεύεσαι | εξωτερικευόσουν(α) | θα εξωτερικεύεσαι | να εξωτερικεύεσαι | (εξωτερικεύου) | |
| γ' ενικ. | εξωτερικεύεται | εξωτερικευόταν(ε) | θα εξωτερικεύεται | να εξωτερικεύεται | ||
| α' πληθ. | εξωτερικευόμαστε | εξωτερικευόμαστε εξωτερικευόμασταν |
θα εξωτερικευόμαστε | να εξωτερικευόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξωτερικεύεστε | εξωτερικευόσαστε εξωτερικευόσασταν |
θα εξωτερικεύεστε | να εξωτερικεύεστε | (εξωτερικεύεστε) | |
| γ' πληθ. | εξωτερικεύονται | εξωτερικεύονταν εξωτερικευόντουσαν |
θα εξωτερικεύονται | να εξωτερικεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξωτερικεύτηκα | θα εξωτερικευτώ | να εξωτερικευτώ | εξωτερικευτεί | ||
| β' ενικ. | εξωτερικεύτηκες | θα εξωτερικευτείς | να εξωτερικευτείς | εξωτερικεύσου | ||
| γ' ενικ. | εξωτερικεύτηκε | θα εξωτερικευτεί | να εξωτερικευτεί | |||
| α' πληθ. | εξωτερικευτήκαμε | θα εξωτερικευτούμε | να εξωτερικευτούμε | |||
| β' πληθ. | εξωτερικευτήκατε | θα εξωτερικευτείτε | να εξωτερικευτείτε | εξωτερικευτείτε | ||
| γ' πληθ. | εξωτερικεύτηκαν εξωτερικευτήκαν(ε) |
θα εξωτερικευτούν(ε) | να εξωτερικευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξωτερικευτεί | είχα εξωτερικευτεί | θα έχω εξωτερικευτεί | να έχω εξωτερικευτεί | εξωτερικευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξωτερικευτεί | είχες εξωτερικευτεί | θα έχεις εξωτερικευτεί | να έχεις εξωτερικευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξωτερικευτεί | είχε εξωτερικευτεί | θα έχει εξωτερικευτεί | να έχει εξωτερικευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξωτερικευτεί | είχαμε εξωτερικευτεί | θα έχουμε εξωτερικευτεί | να έχουμε εξωτερικευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξωτερικευτεί | είχατε εξωτερικευτεί | θα έχετε εξωτερικευτεί | να έχετε εξωτερικευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξωτερικευτεί | είχαν εξωτερικευτεί | θα έχουν εξωτερικευτεί | να έχουν εξωτερικευτεί | ||
Μεταφράσεις
εξωτερικεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.