εξοικειώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εξοικειώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοικειώνω
- θα εξοικειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοικειώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εξοικειώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξοικείωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.