εξοικειώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξοικειώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοικειώνω
  2. θα εξοικειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοικειώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξοικειώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξοικείωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.