εξισορροπήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εξισορροπήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξισορροπώ
- θα εξισορροπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξισορροπώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εξισορροπήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξισορρόπηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.