εξευμενίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξευμενίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξευμενίζω
  2. θα εξευμενίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξευμενίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξευμενίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξευμένιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.