εξαντλητικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξαντλητικά < εξαντλητικός

Επίρρημα

εξαντλητικά

  1. με εξαντλητικό τρόπο
    δουλεύει εξαντλητικά εδώ και πολλούς μήνες

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εξαντλητικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.