εξαμερικανίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksa.me.ɾi.kaˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐με‐ρι‐κα‐νί‐ζο‐μαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξαμερικανίζομαι | εξαμερικανιζόμουν(α) | θα εξαμερικανίζομαι | να εξαμερικανίζομαι | ||
| β' ενικ. | εξαμερικανίζεσαι | εξαμερικανιζόσουν(α) | θα εξαμερικανίζεσαι | να εξαμερικανίζεσαι | (εξαμερικανίζου) | |
| γ' ενικ. | εξαμερικανίζεται | εξαμερικανιζόταν(ε) | θα εξαμερικανίζεται | να εξαμερικανίζεται | ||
| α' πληθ. | εξαμερικανιζόμαστε | εξαμερικανιζόμαστε εξαμερικανιζόμασταν |
θα εξαμερικανιζόμαστε | να εξαμερικανιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξαμερικανίζεστε | εξαμερικανιζόσαστε εξαμερικανιζόσασταν |
θα εξαμερικανίζεστε | να εξαμερικανίζεστε | (εξαμερικανίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εξαμερικανίζονται | εξαμερικανίζονταν εξαμερικανιζόντουσαν |
θα εξαμερικανίζονται | να εξαμερικανίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξαμερικανίστηκα | θα εξαμερικανιστώ | να εξαμερικανιστώ | εξαμερικανιστεί | ||
| β' ενικ. | εξαμερικανίστηκες | θα εξαμερικανιστείς | να εξαμερικανιστείς | εξαμερικανίσου | ||
| γ' ενικ. | εξαμερικανίστηκε | θα εξαμερικανιστεί | να εξαμερικανιστεί | |||
| α' πληθ. | εξαμερικανιστήκαμε | θα εξαμερικανιστούμε | να εξαμερικανιστούμε | |||
| β' πληθ. | εξαμερικανιστήκατε | θα εξαμερικανιστείτε | να εξαμερικανιστείτε | εξαμερικανιστείτε | ||
| γ' πληθ. | εξαμερικανίστηκαν εξαμερικανιστήκαν(ε) |
θα εξαμερικανιστούν(ε) | να εξαμερικανιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξαμερικανιστεί | είχα εξαμερικανιστεί | θα έχω εξαμερικανιστεί | να έχω εξαμερικανιστεί | εξαμερικανισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξαμερικανιστεί | είχες εξαμερικανιστεί | θα έχεις εξαμερικανιστεί | να έχεις εξαμερικανιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξαμερικανιστεί | είχε εξαμερικανιστεί | θα έχει εξαμερικανιστεί | να έχει εξαμερικανιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξαμερικανιστεί | είχαμε εξαμερικανιστεί | θα έχουμε εξαμερικανιστεί | να έχουμε εξαμερικανιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξαμερικανιστεί | είχατε εξαμερικανιστεί | θα έχετε εξαμερικανιστεί | να έχετε εξαμερικανιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξαμερικανιστεί | είχαν εξαμερικανιστεί | θα έχουν εξαμερικανιστεί | να έχουν εξαμερικανιστεί | ||
Μεταφράσεις
εξαμερικανίζομαι
|
|
Πηγές
- εξαμερικανίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.