εξήκοντα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξήκοντα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑξήκοντα

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈksi.kon.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξήκοντα

Αριθμητικό

εξήκοντα άκλιτο (απόλυτο αριθμητικό)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.