εν τούτοις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν τούτοις < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐν τούτοις < ἐν τούτοις (δοτική πληθυντικού του ουδέτερου τοῦτο)  και δείτε τη λέξη εντούτοις

Έκφραση

εν τούτοις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.