εν γένει
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εν γένει
< (
καθαρεύουσα
)
ἐν
γένει
(
δοτική
του αρχαίου
γένος
)
→
δείτε
τις
λέξεις
εν
και
γένος
•
Η Ετυμολογία χρειάζεται
ανάπτυξη με τεκμηρίωση
. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
εν γένει
(
λόγιο
)
γενικώς
,
γενικά
, για κάτι που αφορά σε ένα σύνολο
Αντώνυμα
εν μέρει
Μεταφράσεις
εν γένει
→
δείτε
τη
λέξη
γενικά
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.