εντόκως
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /enˈdo.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντό‐κως
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐τό‐κως
- τονικό παρώνυμο: έντοκος
Μεταφράσεις
εντόκως
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.