ενδυναμώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ενδυναμώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενδυναμώνω
- θα ενδυναμώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενδυναμώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ενδυναμώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενδυνάμωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.