ενδυναμώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ενδυναμώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενδυναμώνω
  2. θα ενδυναμώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενδυναμώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ενδυναμώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενδυνάμωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.