εμπρόθετα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εμπρόθετα
<
εμπρόθετος
Επίρρημα
εμπρόθετα
(
καθαρεύουσα
:
εμπροθέτως
)
(
γραμματική
)
με μία
πρόθεση
πριν από το
όνομα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εμπρόθετα
εμπρόθετο
, στην
ονομαστική
/
αιτιατική
/
κλητική
του
πληθυντικού
Συγγενικά
εμπρόθετος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.