εμπορικό κέντρο
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εμπορικό κέντρο
<
εμπορικός
+
κέντρο
Πολυλεκτικός όρος
εμπορικό κέντρο
ουδέτερο
(ή απλώς
εμπορικό
)
μεγάλος χώρος
λιανικού
εμπορίου με διάφορα καταστήματα και χώρους αναψυχής
εμπορικό κέντρο
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
εμπορικό κέντρο
αγγλικά
:
shopping mall
(en)
,
mall
(en)
,
shopping center
(en)
γαλλικά
:
centre commercial
(fr)
γερμανικά
:
Einkaufszentrum
(de)
ιταλικά
:
centro commerciale
(it)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.