ελιτίστικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελιτίστικα < ελιτίστικος + -α
Μεταφράσεις
ελιτίστικα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ελιτίστικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ελιτίστικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.