εκχριστιανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκχριστιανίζω < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκχριστιανίζω | εκχριστιάνιζα | θα εκχριστιανίζω | να εκχριστιανίζω | εκχριστιανίζοντας | |
| β' ενικ. | εκχριστιανίζεις | εκχριστιάνιζες | θα εκχριστιανίζεις | να εκχριστιανίζεις | εκχριστιάνιζε | |
| γ' ενικ. | εκχριστιανίζει | εκχριστιάνιζε | θα εκχριστιανίζει | να εκχριστιανίζει | ||
| α' πληθ. | εκχριστιανίζουμε | εκχριστιανίζαμε | θα εκχριστιανίζουμε | να εκχριστιανίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκχριστιανίζετε | εκχριστιανίζατε | θα εκχριστιανίζετε | να εκχριστιανίζετε | εκχριστιανίζετε | |
| γ' πληθ. | εκχριστιανίζουν(ε) | εκχριστιάνιζαν εκχριστιανίζαν(ε) |
θα εκχριστιανίζουν(ε) | να εκχριστιανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκχριστιάνισα | θα εκχριστιανίσω | να εκχριστιανίσω | εκχριστιανίσει | ||
| β' ενικ. | εκχριστιάνισες | θα εκχριστιανίσεις | να εκχριστιανίσεις | εκχριστιάνισε | ||
| γ' ενικ. | εκχριστιάνισε | θα εκχριστιανίσει | να εκχριστιανίσει | |||
| α' πληθ. | εκχριστιανίσαμε | θα εκχριστιανίσουμε | να εκχριστιανίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκχριστιανίσατε | θα εκχριστιανίσετε | να εκχριστιανίσετε | εκχριστιανίστε | ||
| γ' πληθ. | εκχριστιάνισαν εκχριστιανίσαν(ε) |
θα εκχριστιανίσουν(ε) | να εκχριστιανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκχριστιανίσει | είχα εκχριστιανίσει | θα έχω εκχριστιανίσει | να έχω εκχριστιανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκχριστιανίσει | είχες εκχριστιανίσει | θα έχεις εκχριστιανίσει | να έχεις εκχριστιανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκχριστιανίσει | είχε εκχριστιανίσει | θα έχει εκχριστιανίσει | να έχει εκχριστιανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκχριστιανίσει | είχαμε εκχριστιανίσει | θα έχουμε εκχριστιανίσει | να έχουμε εκχριστιανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκχριστιανίσει | είχατε εκχριστιανίσει | θα έχετε εκχριστιανίσει | να έχετε εκχριστιανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκχριστιανίσει | είχαν εκχριστιανίσει | θα έχουν εκχριστιανίσει | να έχουν εκχριστιανίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκχριστιανίζομαι | εκχριστιανιζόμουν(α) | θα εκχριστιανίζομαι | να εκχριστιανίζομαι | ||
| β' ενικ. | εκχριστιανίζεσαι | εκχριστιανιζόσουν(α) | θα εκχριστιανίζεσαι | να εκχριστιανίζεσαι | (εκχριστιανίζου) | |
| γ' ενικ. | εκχριστιανίζεται | εκχριστιανιζόταν(ε) | θα εκχριστιανίζεται | να εκχριστιανίζεται | ||
| α' πληθ. | εκχριστιανιζόμαστε | εκχριστιανιζόμαστε εκχριστιανιζόμασταν |
θα εκχριστιανιζόμαστε | να εκχριστιανιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκχριστιανίζεστε | εκχριστιανιζόσαστε εκχριστιανιζόσασταν |
θα εκχριστιανίζεστε | να εκχριστιανίζεστε | (εκχριστιανίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εκχριστιανίζονται | εκχριστιανίζονταν εκχριστιανιζόντουσαν |
θα εκχριστιανίζονται | να εκχριστιανίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκχριστιανίστηκα | θα εκχριστιανιστώ | να εκχριστιανιστώ | εκχριστιανιστεί | ||
| β' ενικ. | εκχριστιανίστηκες | θα εκχριστιανιστείς | να εκχριστιανιστείς | εκχριστιανίσου | ||
| γ' ενικ. | εκχριστιανίστηκε | θα εκχριστιανιστεί | να εκχριστιανιστεί | |||
| α' πληθ. | εκχριστιανιστήκαμε | θα εκχριστιανιστούμε | να εκχριστιανιστούμε | |||
| β' πληθ. | εκχριστιανιστήκατε | θα εκχριστιανιστείτε | να εκχριστιανιστείτε | εκχριστιανιστείτε | ||
| γ' πληθ. | εκχριστιανίστηκαν εκχριστιανιστήκαν(ε) |
θα εκχριστιανιστούν(ε) | να εκχριστιανιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκχριστιανιστεί | είχα εκχριστιανιστεί | θα έχω εκχριστιανιστεί | να έχω εκχριστιανιστεί | εκχριστιανισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκχριστιανιστεί | είχες εκχριστιανιστεί | θα έχεις εκχριστιανιστεί | να έχεις εκχριστιανιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκχριστιανιστεί | είχε εκχριστιανιστεί | θα έχει εκχριστιανιστεί | να έχει εκχριστιανιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκχριστιανιστεί | είχαμε εκχριστιανιστεί | θα έχουμε εκχριστιανιστεί | να έχουμε εκχριστιανιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκχριστιανιστεί | είχατε εκχριστιανιστεί | θα έχετε εκχριστιανιστεί | να έχετε εκχριστιανιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκχριστιανιστεί | είχαν εκχριστιανιστεί | θα έχουν εκχριστιανιστεί | να έχουν εκχριστιανιστεί | ||
Μεταφράσεις
εκχριστιανίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.