εκπληρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκπληρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπληρώνω
  2. θα εκπληρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπληρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκπληρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπλήρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.