εκπλήξεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εκπλήξεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εκπλήξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έκπληξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.