εκπαιδεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκπαιδεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος εκπαιδεύω

Ρήμα

εκπαιδεύομαι

  1. μαθαίνω κάτι σχετικά συγκεκριμένο, αποκτώ γνώσεις αναγκαίες για κάτι που θα χειαστεί να εφαρμόσω
    εκπαιδεύομαι ως οδηγός, ως μελλοντικός επαγγελματίας, ως μητέρα, ως μαγείρισα, ως γονιός, ως στρατιώτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.