εκπαιδεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκπαιδεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος εκπαιδεύω
Ρήμα
εκπαιδεύομαι
- μαθαίνω κάτι σχετικά συγκεκριμένο, αποκτώ γνώσεις αναγκαίες για κάτι που θα χειαστεί να εφαρμόσω
- εκπαιδεύομαι ως οδηγός, ως μελλοντικός επαγγελματίας, ως μητέρα, ως μαγείρισα, ως γονιός, ως στρατιώτης
Μεταφράσεις
εκπαιδεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.