εκουσίως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκουσίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκουσίως. Συγχρονικά αναλύεται σε εκούσι(ος) + -ως.

Επίρρημα

εκουσίως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.