εκδώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ekˈðo.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκδώσεις
ομόηχο: εκδόσεις

Ρηματικός τύπος

εκδώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκδίδω
  2. θα εκδώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκδίδω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.