εισπράξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εισπράξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισπράττω
  2. θα εισπράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισπράττω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εισπράξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του είσπραξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.