εισορμώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.soɾˈmo/
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εισορμάω - εισορμώ | εισορμούσα | θα εισορμάω - εισορμώ | να εισορμάω - εισορμώ | εισορμώντας | |
| β' ενικ. | εισορμάς | εισορμούσες | θα εισορμάς | να εισορμάς | εισόρμα - εισόρμαγε | |
| γ' ενικ. | εισορμάει - εισορμά | εισορμούσε | θα εισορμάει - εισορμά | να εισορμάει - εισορμά | ||
| α' πληθ. | εισορμάμε - εισορμούμε | εισορμούσαμε | θα εισορμάμε - εισορμούμε | να εισορμάμε - εισορμούμε | ||
| β' πληθ. | εισορμάτε | εισορμούσατε | θα εισορμάτε | να εισορμάτε | εισορμάτε | |
| γ' πληθ. | εισορμάν(ε) - εισορμούν(ε) | εισορμούσαν(ε) | θα εισορμάν(ε) - εισορμούν(ε) | να εισορμάν(ε) - εισορμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εισόρμησα | θα εισορμήσω | να εισορμήσω | εισορμήσει | ||
| β' ενικ. | εισόρμησες | θα εισορμήσεις | να εισορμήσεις | εισόρμα - εισόρμησε | ||
| γ' ενικ. | εισόρμησε | θα εισορμήσει | να εισορμήσει | |||
| α' πληθ. | εισορμήσαμε | θα εισορμήσουμε | να εισορμήσουμε | |||
| β' πληθ. | εισορμήσατε | θα εισορμήσετε | να εισορμήσετε | εισορμήστε | ||
| γ' πληθ. | εισόρμησαν εισορμήσαν(ε) |
θα εισορμήσουν(ε) | να εισορμήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εισορμήσει | είχα εισορμήσει | θα έχω εισορμήσει | να έχω εισορμήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εισορμήσει | είχες εισορμήσει | θα έχεις εισορμήσει | να έχεις εισορμήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εισορμήσει | είχε εισορμήσει | θα έχει εισορμήσει | να έχει εισορμήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εισορμήσει | είχαμε εισορμήσει | θα έχουμε εισορμήσει | να έχουμε εισορμήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εισορμήσει | είχατε εισορμήσει | θα έχετε εισορμήσει | να έχετε εισορμήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εισορμήσει | είχαν εισορμήσει | θα έχουν εισορμήσει | να έχουν εισορμήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.