ειρηνεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ειρηνεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ειρηνεύω
  2. θα ειρηνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ειρηνεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ειρηνεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ειρήνευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.