ειδωλολατρικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ειδωλολατρικά < ειδωλολατρικός + -ά
Μεταφράσεις
ειδωλολατρικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ειδωλολατρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ειδωλολατρικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.