εγκαθιδρύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εγκαθιδρύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκαθιδρύω
  2. θα εγκαθιδρύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκαθιδρύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εγκαθιδρύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εγκαθίδρυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.