εγγλέζικων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εγγλέζικων

  1. γενική πληθυντικού του εγγλέζικος
  2. γενική πληθυντικού του εγγλέζικη
  3. γενική πληθυντικού του εγγλέζικο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.