εγγλέζικο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εγγλέζικο

  1. αιτιατική ενικού του εγγλέζικος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εγγλέζικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.