εβίβα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εβίβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική evviva < vivere < λατινική vivo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeih₃w-

Επιφώνημα

εβίβα

  1. εις υγείαν, στην υγειά σας (ευχή πρόποσης)
  2. ζήτω, να ζήσετε (επευφημία) αλλά και ειρωνικά: "εβίβα του κορόιδου".

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.