δωδεκάωρα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δωδεκάωρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δωδεκάωρο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δωδεκάωρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δωδεκάωρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.